- προνωπής
- -ές, Α1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ.β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ.γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε βωμοῡ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ λαβεῑν ἀέρδην», Αισχύλ.)2. αυτός που έχει τάση σε κάτι («ἄγαν προνωπὴς είς τὸ λοιδορεῑν», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το, επίσης αβέβαιης ετυμολ., ρ. νωπέομαι* «γίνομαι κατηφής», ενώ η σύνδεση με τη λ. νάπη «δασώδης κοιλάδα, φαράγγι» δεν θεωρείται πιθανή ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Η λ. έχει διαφορετική σημ. από τον συγγενή φωνολογικά τ. προνώπιος*. Μπορεί, όμως, να υποθέσει κανείς ότι από το επίθ. προνωπής προήλθε ένα παρ. επίθ. προνώπιος, το οποίο δέχθηκε τη σημασιολογική επίδραση τής λ. ἐνώπιος (βλ. και λ. προνώπιος)].
Dictionary of Greek. 2013.